Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεδρώ — κεδρώ, όω (Α) βλ. κεδρώνω … Dictionary of Greek
κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία … Dictionary of Greek